- πάχυσμα
- πάχ-υσμα [pron. full] [ᾰ], ατος, τό,A thickening, Aët.1.59.II metaph.,
τὰς μερικὰς ψυχὰς ἀπὸ τῶν π. χωρίζων τῆς ὕλης Procl. in Cra.p.101
P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰς μερικὰς ψυχὰς ἀπὸ τῶν π. χωρίζων τῆς ὕλης Procl. in Cra.p.101
P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάχυσμα — το, ΝΑ [παχύνω] (κυριολ. και μτφ.) πάχυνση, πύκνωση, πήξη … Dictionary of Greek
παχυσμάτων — πάχυσμα thickening neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύσματα — πάχυσμα thickening neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυσμός — ο, ΝΑ [παχύνω] 1. πάχυνση, πάχος 2. πάχυσμα, πύκνωση αρχ. κρατυσμός*. ισχυροποίηση, δυνάμωμα … Dictionary of Greek